πληροφορώ

πληροφορώ
(ε) μετ. информировать, доводить до сведения; извещать, уведомлять; сообщать;

πληροφορρύμαι — получать информацию, сведения; — справляться, узнавать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πληροφορώ" в других словарях:

  • πληροφορώ — πληροφορώ, πληροφόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πληροφορώ — έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. 1. παρέχω πληροφορίες, ειδήσεις, ενημερώνω, γνωστοποιώ 2. παθ. πληροφορούμαι έομαι λαμβάνω ειδήσεις, μαθαίνω αρχ. 1. φέρω πλήρες μέτρο, ικανοποιώ εντελώς 2. βεβαιώνω, παρέχω πλήρη ασφάλεια 3. εκπληρώνω, εκτελώ 4. παθ. α) (για …   Dictionary of Greek

  • πληροφορώ — πληροφόρησα, πληροφορήθηκα, πληροφορημένος 1. δίνω πληροφορίες σε κάποιον, ειδοποιώ, ενημερώνω: Μας πληροφόρησαν πως έρχεται σήμερα στην πόλη μας ο υπουργός. 2. το μέσ., πληροφορούμαι παίρνω, δέχομαι ειδήσεις, πληροφορίες: Πληροφορηθήκαμε πως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληροφορῶ — πληροφορέω bring full measure pres subj act 1st sg (attic epic doric) πληροφορέω bring full measure pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία …   Dictionary of Greek

  • διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • ειδοποιώ — ( έω) (Α εἰδοποιῶ, έω) νεοελλ. γνωστοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω αρχ. 1. δίνω σε κάτι χαρακτηριστική, τυπική μορφή 2. χαρακτηρίζω 3. απεικονίζω, περιγράφω 4. προσθέτω ειδικές λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»